Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Ο κύκλος



Ο κύκλος                                                               


Ο ρυθμός χτυπά στις χορδές
Του κυκλικού χορού,
Ανασταίνει τις φωνές των ανθρώπων
Ριζώνει τις θύμησες,
Μικραίνει τις ανάγκες


Ξημερώνει,
Τα λουλούδια
Νοτίζουν στο μέλι και την  αρμύρα,
Ψηλά στην κορυφή του Αϊ Λια
Η ράχη του ζώου ακολουθεί το λίχνισμα,
Ο αέρας σκορπίζει τους σπόρους της ζωής


Ξαφνιάζει το τίναγμα,
Το σχοινί τεντώνει και ματώνει,
Τα όνειρα άκοπα στο δέντρο κοκκινίζουν στο δίχτυ του ήλιου…..


Πρόσθεση κι αφαίρεση δε φτάνουν να μαζέψουν τα
Χρωστούμενα
Ο καρπός, ο ίδρως της νιότης μας
Τρέχει να γεμίσει ξενικά περβόλια



Α.Κ. Πιπερά



Εκκοσμίκευση και Θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού ήθους-Το ευχαριστιακό ήθος και η ορθόδοξη παράδοση του προσώπου



Εισαγωγή 

Ο άνθρωπος ως έλλογη κοινωνική υπόσταση εκφράζει την ιδιοσυστασία της φύσης του, στα πλαίσια της διάκρισης του από τα υπόλοιπα όντα, μέσα από τον ηθικό του προβληματισμό. Η ατομικότητα, η κοινωνικότητα, η αίσθηση της ευθύνης, η συνειδητή συμπεριφορά, η ελευθερία δράσης και επιλογών αλλά και οι αξίες, τα κριτήρια και οι αρχές που δημιουργεί και αποδέχεται το εκάστοτε κοινωνικό σύνολο προσδιορίζουν το ιδιαίτερο πλέγμα ανάπτυξης της Ηθικής[1].
Το ήθος του ανθρώπου[2] γίνεται αντικείμενο ιδιαίτερης έρευνας, όταν το επίκεντρο της αρχαιοελληνικής σκέψης μετατοπίζεται από τη νοηματοδότηση της άλογης φύσης στον έλλογο άνθρωπο. Η ηθική έκτοτε ως κλάδος της φιλοσοφίας εστιάζει στη γνώση της αρετής και στην κατάκτηση της ευδαιμονίας, ενώ συνδέεται με τη λογική γνώση και την επιστήμη συνιστώντας μια λογική και διανοητική πορεία αναβαθμών.[3] Όταν το αγαθό και η ευδαιμονία τοποθετούνται επέκεινα του ανθρώπου και του κόσμου η ηθική αποκτά μια υπερβατική-θεολογική ταυτότητα, ενώ όταν το νόημα του αγαθού και της ευδαιμονίας αντλείται ενδοκοσμικά από τη φύση και τον άνθρωπο, η ηθική εκφράζεται ανθρωποκεντρικά.[4]
Κάθε ηθική αξιώνει κανόνες πρακτικής συμπεριφοράς από τα άτομα του κοινωνικού συνόλου και γίνεται προστακτική δεοντολογία, με κριτήρια αντικειμενικής εφαρμογής, είτε ως αναγωγή σε μια ανώτατη αυθεντία είτε ως σύμβαση σε μια εθιμική αποδοχή συλλογικών αξιών και κανόνων συμπεριφοράς.[5] Στην προοπτική αυτή η ηθική διαχωρίζει το ήθος του ανθρώπου, την ατομική του συμπεριφορά και την καλλιέργεια του χαρακτήρα του από την υπαρκτική αλήθεια και την υποστατική πραγματικότητά του, από αυτό που είναι ο άνθρωπος καταρχήν πριν από την κοινωνική και αντικειμενική του αξιολόγηση.[6]
Αν δεχτούμε το ήθος ως συμμόρφωση του ανθρώπου σε μια ‘’αυθεντική’’ ή συμβατική νομοθεσία τότε η ηθική μεταπλάθεται σε άλλοθι του ανθρώπου απέναντι στον υπαρκτικό του προσδιορισμό και στα πλαίσια της θρησκευτικής, φιλοσοφικής και πολιτικής της νοηματοδότησης καλύπτει κάτω από τους ιδεώδεις, μυθοποιημένους και αντικειμενικούς της στόχους την τραγικότητα της θνητής βιολογικής ύπαρξης.
Στη γενεαλογική αυτή προσπάθεια εννοιολόγησης της ηθικής και του ήθους θα σταθούμε στη διαμόρφωση του πλαισίου ανάπτυξης του χριστιανικού ήθους και ιδιαίτερα του ορθόδοξου ήθους, αλλά και των τρόπων με τους οποίους αυτό αποτυπώνεται ως δυναμική έκφραση απέναντι στην πολυμορφία των κοινωνικών και ηθικών διλημμάτων της εποχής μας.  

Ν. Καζαντζάκης: Η συζήτηση για τους κοινωνικούς νόμους



Ν. Καζαντζάκης: Η συζήτηση για τους κοινωνικούς νόμους

Ο Ν. Καζαντζάκης με αφορμή ένα ταξίδι του στην μετεπαναστατική Ρωσία αρθρογραφεί στο περιοδικό «Αναγέννηση»[1] αποτυπώνοντας μια συζήτηση φιλοσοφικού και κοινωνικού προβληματισμού, που είχε μ’ έναν απ’ τους ιδεολογικούς αρχηγούς και εμπνευστές της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας, ο οποίος εντοπίζει και στοιχειοθετεί τη συνάφεια των βιολογικών και φυσικών φαινομένων με τα κοινωνικά, σε επίπεδο δομής και επανάληψης. Εξ αφορμής της τοποθέτησης αυτής ο Καζαντζάκης καταθέτει τη δική του άποψη, ως έκφραση του κοσμοθεωρητικού του πλαισίου[2] και ανοίγει με τη συμμετοχή και άλλων διανοητών και συγγραφέων ένα ιδεολογικό και κοινωνικό διάλογο πάνω στην ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων.[3]
Τα κοινωνικά φαινόμενα για τον Ν. Καζαντζάκη δεν ξετυλίγονται, όπως τα φυσικά μέσα στον ομοιογενή, συμπαγή και ποσοτικό χρόνο της μαθηματικής διατύπωσης, αλλά εκφράζονται στα πλαίσια της ποιοτικής έκφρασης του ψυχολογικού χρόνου.[4] Κατά συνέπεια στη δυναμική της κοινωνικής δράσης δεν μπορούν να υπάρξουν Νόμοι και προβλέψεις, δηλαδή επανάληψη, τα ίδια αίτια να γεννήσουν τα ίδια αποτελέσματα . Η ουσία της ζωής για το Ν. Καζαντζάκη εντοπίζεται στη δημιουργία και κατά συνέπεια η κοινωνιολογία έχει κάποια ερευνητική αξία μονάχα  κοιτάζοντας πίσω τα περασμένα, αφού αυτά τα γεγονότα παύουν να ζουν, δε ρέουν και δεν ξετυλίγονται δημιουργικά. Η κοινωνιολογία μάχεται να βρει τους πιθανούς συντελεστές που διαμόρφωσαν τα γεγονότα.
Επισημαίνει πως η εξέταση των περασμένων δεν μπορεί να δώσει την προσδοκώμενη περιγραφή των μελλοντικών κοινωνικών γεγονότων, αφού ένα ελάχιστο γεγονός μπορεί να αναπροσανατολίσει την ιστορική διαδρομή. Η ζωή εμφαίνεται με ένα περίσσευμα πλούτου που προκύπτει ανώτερο από την ανθρώπινη λογική και φαντασία. Η κοινωνιολογία ωστόσο εντοπίζει ένα σταθερό νόμο που διατρέχει τις ανθρώπινες κοινωνίες και εκφράζεται με τη μορφή των οικονομικών αιτίων.[5] Ο Καζαντζάκης δέχεται την παράμετρο της οικονομικής επίδρασης εντοπίζοντας παράλληλα και άλλους παράγοντες όπως η θρησκεία, η ράτσα, οι ιστορικές περιπέτειες, η εμφάνιση ενός ήρωα, που καθορίζουν το ξετύλιγμα της ιστορίας. Όλες οι αιτίες δουλεύουν τα ανθρώπινα πλήθη και πότε επικρατεί η μια, πότε η άλλη και πότε όλες μαζί. Όταν η ανθρωπότητα δεν συναρπάζεται από μια πίστη τότε τον πρώτο ρόλο τον έχουν τα οικονομικά αίτια.

Ο Παιδαγωγός Μ. Παπαμαύρος- Από την αστική στην σοσιαλιστική παιδαγωγική



Εισαγωγή

Ένας από τους πιο σημαντικούς παιδαγωγούς του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, ο οποίος με το θεωρητικό και πρακτικό έργο του συνοδοιπόρησε στην προσπάθεια αναμόρφωσης της ελληνικής εκπαίδευσης για την αγωγή και μόρφωση των μαθητών και συνάμα αποτέλεσε με τις ιδέες του σημαντική παράμετρος της ιστορίας της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, είναι ο Μιχάλης Παπαμαύρος.
Πρόσωπο τραγικό στο επίπεδο της μοίρας που του επιφύλαξε η ζωή[1] έδωσε κάθε δυνατό αγώνα για την προσπάθεια εκσυγχρονισμού της ελληνικής εκπαίδευσης υπό την επίδραση του κινήματος της Μεταρρυθμιστικής αγωγής στην Γερμανία στην οποία και σπούδασε. Μαζί με το Δημήτρη Γληνό και τον Αλέξανδρο Δελμούζο στοχεύουν στην άνοδο του μορφωτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων και την κοινωνική αναμόρφωση.[2]
Η έκφραση των παιδαγωγικών και κοινωνικών του ιδεών παρουσιάζουν μια εξελικτική πορεία από την αστική στην σοσιαλιστική-μαρξιστική παιδαγωγική αντίληψη, την οποία θα παρακολουθήσουμε ερευνητικά για να εντοπίσουμε τις διαφοροποιήσεις στις αντιλήψεις του για την παιδαγωγική και το διδακτικό έργο στα πλαίσια των κοινωνικών συνιστωσών. Θα αντλήσουμε τις αρχές της σοσιαλιστικής παιδαγωγικής από βιβλίο που έγραψε λίγο πριν τον θάνατο του και έχει τίτλο «Σύστημα Νέας Παιδαγωγικής».


Το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο (τέλη 19ου αιώνα – αρχές του 20ου αιώνα)

Ο Μ. Παπαμαύρος γεννιέται στα τέλη του 19ου αιώνα[3] και μορφώνεται ως επιστήμονας - παιδαγωγός στη Γερμανία στις αρχές του 20ου αι. Την περίοδο εκείνη συμβαίνουν μια σειρά από οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και επιστημονικές εξελίξεις. Οι εξελίξεις αυτές θα τον επηρεάσουν καταλυτικά στο να διαμορφώσει τις προσωπικές του και επιστημονικές του απόψεις.
Στο τομέα της οικονομίας, γίνεται λόγος για δεύτερη βιομηχανική επανάσταση. Η βιομηχανία καθίσταται πρωταρχικός παράγοντας της οικονομικής λειτουργίας στις ανεπτυγμένες χώρες και επηρεάζει τις οικονομικές εξελίξεις και στις υπόλοιπες. Οι βιομηχανικές επιχειρήσεις συγκεντρώνονται σε μεγάλες μονάδες και οδηγούνται σε γιγαντιαίες συσπειρώσεις. Σημειώνονται μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα προκειμένου οι πληθυσμοί αυτοί να απορροφηθούν ως εργάτες στις βιομηχανίες.[4]
Πολύ συχνά η εργασία του ανθρώπου μηχανοποιείται σε τέτοιο βαθμό που δεν του προσφέρει πλέον καμία ευχαρίστηση. Τα επιτεύγματα της τεχνολογίας προκαλούν ίλιγγο αλλά και μεγάλες καταστροφές, με κορύφωση τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Ο άνθρωπος αρχίζει, πλέον, να δυσφορεί μέσα στο ανοίκειο γι’ αυτόν κλίμα μηχανοποίησης της ύπαρξης του. Είναι η εποχή κατά την οποία αναπτύσσεται η συνείδηση ότι η ανάπτυξη της εξωτερικής ζωής του ανθρώπου απειλεί βαθειά την εσωτερική ανθρώπινη ύπαρξη. Νοσταλγεί ο άνθρωπος την πρωτογενή ζωή, τις παραδοσιακές μορφές, την εσωτερικότητα, την ατομική διαμόρφωση της ζωής, την φυσική ανάπτυξη των δυνάμεων του και τέλος τη ζωντανή ολότητα. [5]
Καθώς ολοκληρώνεται προοδευτικά η αστικοποίηση μεγάλου μέρος των πληθυσμών δημιουργούνται πρωτόγνωρες συνθήκες ζωής. Οι νέες αυτές συνθήκες απαιτούν από το άτομο συνείδηση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του που απορρέουν από το κοινωνικό σύνολο.[6]
Στον επιστημονικό τομέα σημειώνεται μια σειρά από επιστημονικές εξελίξεις οι οποίες δημιουργούν ένα νέο πλαίσιο ανάγνωσης του κόσμου. Η κβαντική θεωρία του Planck και η θεωρία της σχετικότητας του Einstein ανοίγουν νέες προοπτικές. Η ύλη που πιο πριν θεωρούνταν ουσία στην οποία ήταν αδύνατο να εισχωρήσεις κανείς, με την πρόοδο των φυσικών επιστημών εκλαμβάνεται πλέον ως ενέργεια. Η Βιολογία και η Ψυχολογία απομακρύνονται από μηχανιστικές προσεγγίσεις. Η ζωή πρέπει να μελετηθεί ως ολότητα. Η έρευνα δεν περιορίζεται στα ερεθίσματα των αισθήσεων αλλά προχωράει στο βάθος. Στην ψυχολογία ερευνάται το ασυνείδητο (Freud).[7]
Παρόμοια στροφή πραγματοποιείται και στη φιλοσοφία. «Η φιλοσοφία της ζωής» επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την πνευματική ζωή στις αρχές του 20ου αιώνα. Στρέφεται ενάντια στη νοησιαρχία η οποία εμποδίζει την πολύπλευρη βίωση της ζωής έχοντας ως βασικές προϋποθέσεις την ατομικότητα, τη ζωή σε αρμονία με τη φύση, την ελευθερία του ατόμου. Εξίσου χαρακτηριστική με τη φιλοσοφία της ζωής είναι υπαρξιακή φιλοσοφία η οποία στρέφει το ενδιαφέρον της εποχής στον στο εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου αναζητώντας τον τρόπο να διαφυλαχτεί η βαθύτερη ύπαρξη του από τον γιγάντιο τεχνολογικό μηχανισμό.[8]
Την περίοδο, λοιπόν, αυτή αναπτύσσεται στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη το κίνημα της «Νέας Αγωγής». Σημαίνουσα θέση στο κίνημα αυτό καταλαμβάνει ο J. Dewey για τον οποίο η μάθηση μέσω της πράξης (learning by doing) με στόχο την απόκτηση γνώσεων απ’ το ίδιο το παιδί αναδεικνύεται σε βασική διδακτική αρχή.
Για τον Dewey τρεις είναι εκείνοι οι παράγοντες που αποτέλεσαν την πηγή της θεωρίας του. Η δημοκρατία είναι το μεγάλο ζητούμενο στην παιδαγωγική θεωρία του. Η δημοκρατία θεωρημένη όχι μόνο ως μορφή πολιτεύματος αλλά και ως γενικός τρόπος ζωής και ανθρώπινων σχέσεων αμοιβαιότητας Οι επόμενοι δύο παράγοντες είναι από τον χώρο των επιστημών. Ο πρώτος συνδέεται με την επίδραση που άσκησε η νεότερη τότε επιστήμη στην παιδαγωγική σκέψη. Προέρχεται από τη βιολογία και αναφέρεται στη θεωρία της εξέλιξης των ειδών του Δαρβίνου, από την οποία αντλεί συχνά επιχειρήματα προκειμένου να διαμορφώσει πορίσματα για την παιδαγωγική. Ο δεύτερος παράγοντας αναφέρεται στην ανάλυση της επιστημονικής μεθόδου, η οποία παίζει έναν πολύ σπουδαίο ρόλο, στον πραγματισμό (ωφελιμισμό) του Ντιούι.[9] Με την έννοια ότι η αξία κάθε ιδέας μετριέται με την χρησιμότητα της στη ζωή και με τις πρακτικές της συνέπειες.[10]
Ο Γερμανός παιδαγωγός G. Kerschensteiner  επηρεάζεται από τις φιλοσοφικές θέσεις του Dewey αφού παρακολούθησε τις παιδαγωγικές και διδακτικές του προσπάθειες στο Σικάγο.
Στην Ελλάδα, οι αρχές της Νέας Αγωγής εισάγονται από τον Δ. Γληνό και τον Α. Δελμούζου οι οποίοι σπουδάζουν στη Γερμανία και συνδέουν την Νέα Αγωγή με την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση.[11]
Όταν η Ελλάδα μπαίνει στον 20ο αιώνα, έχει μόλις βγει από μια ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Η οικονομική κατάσταση είναι κακή και το πολιτικό σύστημα περνάει μια μεγάλη κρίση.[12]