Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Εκκοσμίκευση και Θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού ήθους-Το ευχαριστιακό ήθος και η ορθόδοξη παράδοση του προσώπου



Εισαγωγή 

Ο άνθρωπος ως έλλογη κοινωνική υπόσταση εκφράζει την ιδιοσυστασία της φύσης του, στα πλαίσια της διάκρισης του από τα υπόλοιπα όντα, μέσα από τον ηθικό του προβληματισμό. Η ατομικότητα, η κοινωνικότητα, η αίσθηση της ευθύνης, η συνειδητή συμπεριφορά, η ελευθερία δράσης και επιλογών αλλά και οι αξίες, τα κριτήρια και οι αρχές που δημιουργεί και αποδέχεται το εκάστοτε κοινωνικό σύνολο προσδιορίζουν το ιδιαίτερο πλέγμα ανάπτυξης της Ηθικής[1].
Το ήθος του ανθρώπου[2] γίνεται αντικείμενο ιδιαίτερης έρευνας, όταν το επίκεντρο της αρχαιοελληνικής σκέψης μετατοπίζεται από τη νοηματοδότηση της άλογης φύσης στον έλλογο άνθρωπο. Η ηθική έκτοτε ως κλάδος της φιλοσοφίας εστιάζει στη γνώση της αρετής και στην κατάκτηση της ευδαιμονίας, ενώ συνδέεται με τη λογική γνώση και την επιστήμη συνιστώντας μια λογική και διανοητική πορεία αναβαθμών.[3] Όταν το αγαθό και η ευδαιμονία τοποθετούνται επέκεινα του ανθρώπου και του κόσμου η ηθική αποκτά μια υπερβατική-θεολογική ταυτότητα, ενώ όταν το νόημα του αγαθού και της ευδαιμονίας αντλείται ενδοκοσμικά από τη φύση και τον άνθρωπο, η ηθική εκφράζεται ανθρωποκεντρικά.[4]
Κάθε ηθική αξιώνει κανόνες πρακτικής συμπεριφοράς από τα άτομα του κοινωνικού συνόλου και γίνεται προστακτική δεοντολογία, με κριτήρια αντικειμενικής εφαρμογής, είτε ως αναγωγή σε μια ανώτατη αυθεντία είτε ως σύμβαση σε μια εθιμική αποδοχή συλλογικών αξιών και κανόνων συμπεριφοράς.[5] Στην προοπτική αυτή η ηθική διαχωρίζει το ήθος του ανθρώπου, την ατομική του συμπεριφορά και την καλλιέργεια του χαρακτήρα του από την υπαρκτική αλήθεια και την υποστατική πραγματικότητά του, από αυτό που είναι ο άνθρωπος καταρχήν πριν από την κοινωνική και αντικειμενική του αξιολόγηση.[6]
Αν δεχτούμε το ήθος ως συμμόρφωση του ανθρώπου σε μια ‘’αυθεντική’’ ή συμβατική νομοθεσία τότε η ηθική μεταπλάθεται σε άλλοθι του ανθρώπου απέναντι στον υπαρκτικό του προσδιορισμό και στα πλαίσια της θρησκευτικής, φιλοσοφικής και πολιτικής της νοηματοδότησης καλύπτει κάτω από τους ιδεώδεις, μυθοποιημένους και αντικειμενικούς της στόχους την τραγικότητα της θνητής βιολογικής ύπαρξης.
Στη γενεαλογική αυτή προσπάθεια εννοιολόγησης της ηθικής και του ήθους θα σταθούμε στη διαμόρφωση του πλαισίου ανάπτυξης του χριστιανικού ήθους και ιδιαίτερα του ορθόδοξου ήθους, αλλά και των τρόπων με τους οποίους αυτό αποτυπώνεται ως δυναμική έκφραση απέναντι στην πολυμορφία των κοινωνικών και ηθικών διλημμάτων της εποχής μας.  


1.Η απροσδιοριστία του ήθους

Η ηθική, όπως είδαμε, διαμορφώνεται στην προοπτική της συστηματικής ενασχόλησης με το ήθος του ανθρώπου και τη χαρακτηριολογική του αξιολόγηση στη βάση φιλοσοφικών, θρησκευτικών και άλλων παραμέτρων του κοινωνικού συνόλου.  Δεν μπορούμε όμως να υποστηρίξουμε ότι εξαντλείται σε ένα πλαίσιο αντικειμενικών προσταγμάτων με κανονιστικό περιεχόμενο, αποσυνδεδεμένων από τα υπαρκτικά του ερωτήματα.[7]
«Ο L. Wittgenstein αποσυνδέει την ηθική από προστακτικές αξιολογήσεις και αποφάνσεις που εκφράζονται μέσα από τιμωρίες και αμοιβές. Προβάλλει την ηθική  ως μια καθολική άποψη που νοηματοδοτεί τη ζωή έξω από τη λογική μιας συλλογής ασύνδετων αγαθών, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η ηθική ερμηνεύει τον κόσμο χωρίς να συσσωματώνεται και προβάλλει έναν καθαρά υπερβατολογικό χαρακτήρα. Ο ηθικός προβληματισμός προϋποθέτει την προοπτική του προσώπου και κατ’ επέκταση τον ιδιαίτερο και ελεύθερο τρόπο αποδοχής του νοηματικού πληρώματος, μιας ηθικής φυσιογνωμίας. Η ηθική είναι η ζωή, η τέχνη του ωραίου, και όχι μια λογική δεοντολογία ».[8]
Κατά συνέπεια της ερμηνευτικής διάστασης της ηθικής προκύπτει η αντικειμενική απροσδιοριστία του ήθους το οποίο εκλαμβάνεται ως υπαρκτικό γεγονός στην προοπτική της πραγμάτωσης του πληρώματος της ύπαρξης και της ζωής ή η αποτυχία της. Αν το ήθος προκύπτει από την αλήθεια της ύπαρξης του ανθρώπου τότε αυτή και μόνο προσδιορίζει την ηθική του, ενώ η απροσδιοριστία της αλήθειας του συνιστά και απροσδιοριστία του ήθους του.


2.Η χριστιανική ηθική

2.1 Η ατομική ηθική παράδοση της δυτικής χριστιανοσύνης


Η χριστιανική ηθική, ιδιαίτερα στη Δύση, ως κλάδος της θεολογίας διαμορφώθηκε στο διπολικό πλαίσιο αυθεντίας και σύμβασης, εκφέροντας συμβατικά σχήματα ατομικής συμπεριφοράς τα οποία καθορίστηκαν από μια νομικίστικη δεοντολογία στην οποία αποτυπώθηκαν οι ιστορικές και νοηματικές καταβολές της χριστιανική πίστη, όπως τις εξέφρασε η Δυτική Εκκλησία.
Διαπιστώνουμε ότι η σχολαστική θεολογία του Μεσαίωνα επεξεργάστηκε την πίστη της Εκκλησίας ως σύστημα και σύνολο από παγιωμένες λογικές βεβαιότητες που τεκμηριώνονται ‘’νοησιαρχικά’’[9] διαμορφώνοντας την πίστη σε ιδεολογία που  παραπέμπει για την επαλήθευσή της στις ηθικές εφαρμογές. ‘’Η λογική της πίστης’’ δείχνει τη ‘’λογική της ηθικής’’ και η αποτελεσματικότητα της θρησκευτικής γνώσης κρίνεται στο επίπεδο της ηθικής δεοντολογίας και πράξης με κινητήρια δύναμη αυτής της διαπλοκής την ατομική αυτάρκεια και την ωφελιμιστική της επιβεβαίωση μέσω της ιδέας για την ατομική σωτηρία.
Ακολούθως η αντίληψη του θρησκευτικού ευδαιμονισμού (Αυγουστίνος) και η μεταφυσική δικαίωση του ατόμου θεμελιώνεται από μια δικανική πρακτική αρετών και καλών πράξεων, οι οποίες απορρέουν από τη θεωρία της ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης (Άνσελμος Καντερβουρίας-θεολογία του χρέους και εξαγορά αμαρτιών). Συνακόλουθα ανοίγει ο δρόμος για τη θρησκειοποίηση του χριστιανισμού και τη μεταβολή της πίστης σε κώδικα ατομικής ηθικής που μετατρέπει την Εκκλησία σε ελεγκτικό μηχανισμό.
Η αντικειμενοποίηση της αλήθειας ως λογικά επαληθεύσιμης πραγματικότητας και η θεώρησή της στην προοπτική ενός ολιστικού συστήματος γνώσεων, με την τήρηση του οποίου ο άνθρωπος μπορεί να υλοποιήσει τις ανάγκες του βίου, διαμορφώνει μια κοινωνική ηθική η οποία συνδέεται με την ιστορική βελτίωση και ωφέλεια του επίγειου βίου του ανθρώπου. Η προτεραιότητα των βελτιώσεων εξομοιώνει και ομογενοποιεί κάθε ξεχωριστό άνθρωπο σε μια απρόσωπη μάζα, ενώ μια μικρή ομάδα αποφασίζει αλάθητα και ‘’αντικειμενικά’’ για το καλό και την ευτυχία της ανθρωπότητας.
            Προκύπτει συνεπώς η οπτική αυτής  της ηθικής από τον τρόπο με τον οποίο η Δύση επεξεργάστηκε την αλήθεια για το Θεό και τον άνθρωπο στη βάση της οντολογίας της Ουσίας και της θρησκευτικής μεταφυσικής, που δεν μπόρεσε να κατανοήσει τη διαφορά ανάμεσα στο πρόσωπο και το άτομο. Ο Ι. Αυγουστίνος κατανοεί τη θεία ενότητα ερήμην των προσώπων. Θεός δε σημαίνει πρωταρχικά το πρόσωπο του Πατρός, αλλά γενικά η θεότητα ως απρόσωπη και ανυπόστατη ουσία η οποία προηγείται υπαρκτικά ως βάση των προσώπων τα οποία αναδύονται ως εσωτερικές σχέσεις αντίθεσης αυτής της ουσίας και διαδικασία απορροής και εσωτερικής αναγκαιότητας.[10]
Το επόμενο βήμα εκφράζει η ψυχολογική ερμηνεία των τριαδικών προσώπων μέσα από την ψυχολογική ατομικότητα του ανθρώπου(νους-λόγος-πνεύμα), αφού μπορεί να οριστεί αναλογικά και αναγωγικά η ουσία και η προέλευση των προσώπων της Αγίας Τριάδας, καθιστώντας τον άνθρωπο το πρότυπο της ύπαρξης του θεού.  Ο εγκλωβισμός του Θεού στην απρόσωπη ουσία οδηγεί τη σχέση του με τον άνθρωπο στην πιο απίθανη θρησκευτική χρησιμοθηρία η οποία μετατρέπει το Ευαγγέλιο του Χριστού σε ένα κώδικα απόλυτης και απρόσωπης ηθικής.
Η δικανική αυτή θεολογία στη δύση διαμορφώνει τη χριστιανική ηθική και την Εν Χριστώ ζωή, μετατρέποντας τη δυνατότητα της οντολογικής μεταμόρφωσης σε αποφυγή της αμαρτία και εξαγορά της. Τα μυστήρια της Εκκλησίας δεν θεωρούνται φανερώματα του εσχατολογικού ήθους, αλλά θρησκευτικά καθήκοντα και αυτονομημένα μέσα χάριτος (ως κτιστή έξη του πιστού που αποκτάται με τα καλά έργα και την πίστη).
Η χριστιανική πίστη και το διαμορφωμένο ήθος προβάλλουν τη σημαντική ενός προγράμματος πολιτικής ηθικής, η οποία στοχεύει στην εγκαθίδρυση της επίγειας Βασιλείας του Θεού και στη λύση των κοινωνικών προβλημάτων.


2.2. Το προσωπικό Ορθόδοξο ήθος  

Στην παράδοση της Ορθόδοξης Ανατολής το πρόβλημα του ανθρώπινου ήθους ταυτίστηκε πάντοτε με την υπαρκτική αλήθεια του προσώπου.[11] Προσδιορίστηκε στη δυναμική της ανταπόκρισης της προσωπικής ελευθερίας μακριά από κάθε αντικειμενοποίηση και αξιολόγηση, μέσα από τον θεολογικό άξονα της ευχαριστιακής και ασκητικής εμπειρίας της Εκκλησίας. Η ηθική η οποία δε συνδέει την προβληματική της με την οντολογία, παραμένει στα όρια του εφήμερου και συμπτωματικού, στην απροσδιοριστία του ήθους. Το οντολογικό περιεχόμενο του ανθρώπινου ήθους απορρέει από το περί Θεού και ανθρώπου δόγματος[12] της Εκκλησίας, ως απόλυτη ‘’υπαρκτική ελευθερία’’ και ‘’αγαπητική κοινωνία’’, ως ο τρόπος ύπαρξης που ορίζει η προσωπική υπόσταση της ζωής.
Σύμφωνα με το τριαδολογικό δόγμα ο Θεός δεν προσδιορίζεται στα πλαίσια ενός ύψιστου όντος, μιας ανώτατης δύναμης, αλλά ως προσωπική ύπαρξη που συγκεφαλαιώνει την αλήθεια του Είναι. Ο άκτιστος Θεός δεν είναι μια ‘’αντικειμενική’’, αφηρημένη αιτία, μια απρόσωπη ουσία ή ενέργεια, αλλά ύπαρξη προσωπική η οποία υποστασιάζει το ‘’Είναι’’ ελεύθερα και αγαπητικά. Η αλήθεια της ύπαρξης βρίσκεται στον προσωπικό-τριαδικό τρόπο της ύπαρξης. Το πρόσωπο του Θεού και Πατρός και όχι απλώς η θεία ουσία συνιστά το τριαδικό Είναι του Θεού. Η διάκριση των τριαδικών υποστάσεων οφείλεται στον εκστατικό χαρακτήρα της προσωπικής του ύπαρξης. Ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει ο Θεός ταυτίζεται με την ενότητα και κοινωνία των θείων προσώπων, όπως εκφράζεται με την αγάπη, η οποία ‘’υποστασιάζει’’ το Θεό και φανερώνει το Είναι Του.
Κατ’ επέκταση το ανθρώπινο πρόσωπο αποτελεί την υπέρτατη κατηγορία ύπαρξης που μπορεί να υπερβαίνει την αναγκαιότητα και τους προκαθορισμούς της κτιστής φύσης και να ανταποκρίνεται ελεύθερα στην ελευθερία της αγάπης του προσωπικού Θεού. Το κατ’ εικόνα συνεπώς αναφέρεται στην ‘’προσωπική ετερότητα’’ ως κοινό τρόπο ύπαρξης του Θεού και του ανθρώπου.
Το ήθος του ανθρώπινου προσώπου διαμορφώνεται στην περιπέτεια της ελευθερίας του να πραγματώσει θετική σχέση με το Θεό ή να την απορρίψει και να επιστρέψει στο μη ον. Η λύση του ανθρώπινου δράματος για την πίστη και την εμπειρία της Εκκλησίας παρέχεται από το χριστολογικό δόγμα. Η ενανθρώπηση δεν οφείλει την αιτία της στην ηθική παρακοή του πρώτου ανθρώπου (Αυγουστίνος), αλλά σηματοδοτεί την αρχική προοπτική της θέωσης του ανθρώπου ως κοινωνία προσώπου προς πρόσωπο με το θεό, ως προοπτική-κεντρικός άξονας και σκοπός της δημιουργίας.
Το χριστολογικό γεγονός ορίζει την ‘’καινή κτίση’’, το πρόσωπο, σαν ιστορική πραγμάτωση και εμπειρία. Οι ανθρωπολογικές του συνέπειες βεβαιώνουν για τη δυνατότητα της ανθρώπινης φύσης να υπάρξει ως αληθινό πρόσωπο μόνο κατά τον τρόπο ύπαρξης του Χριστού, ελεύθερα από την αναγκαιότητα της βιολογικής ατομικότητας. Η Εκκλησία δεν προτείνει μια άσαρκη διδασκαλία, με θεωρητικές αρχές και αξιώματα μιας μεταφυσικής πεποίθησης, ούτε έναν κώδικα ηθικών επιταγών για τη βελτίωση των κοινωνικών ηθών. Αποκαλύπτει και προσκαλεί σε ένα εμπειρικό γεγονός, στην αλήθεια του προσωπικού τρόπου ύπαρξης.


2.3.Το ευχαριστιακό ήθος

Η ευχαριστιακή σύσταση της Εκκλησίας αρνείται το ιδιωτικό επίτευγμα της αρετής ή των καλών πράξεων, την έννοια της ατομικής σωτηρίας. Προκρίνει τις καθολικές σχέσεις αγάπης και ελευθερίας μεταξύ ανθρώπου, κόσμου και Θεού. Η Θεία Ευχαριστία, με χαρακτηριστικό της τη σύναξη των πριν διασκορπισμένων όντων στο Σώμα του Χριστού, δεν αποβαίνει ένα μέσο για την εξυπηρέτηση της ατομικής ευσέβειας, αλλά αποκαλύπτει την ανακεφαλαίωση και μετοχή του όλου Μυστηρίου του Χριστού. Αποτελεί μια διαρκώς ανανεούμενη πράξη ενότητας, η οποία επισυνάγει τις διαιρεμένες ατομικότητες, για να τις εγκεντρίσει στο ενιαίο Σώμα του Χριστού.
Το ευχαριστιακό ήθος, ως ενσωμάτωση πολλών στον ένα Χριστό, δεν αφορά μόνο τον άνθρωπο αλλά και τη σχέση του με τον κόσμο και το φυσικό περιβάλλον. Το λειτουργικό ήθος της ορθόδοξης παράδοσης συγκεφαλαιώνει μια ιδιάζουσα θεώρηση του κόσμου και της δημιουργίας, ως τελικών νοημάτων και λόγων ύπαρξης. Η υπαρκτική αστοχία του ανθρώπου οδήγησε στην κατάχρηση του κόσμου για την ικανοποίηση της ατομικής αυτάρκειας και στην αυτοθέωση του ανθρώπου μέσω του κόσμου επιφέροντας τη φθορά και το θάνατο.
Η ευχαριστιακή επαναπρόσληψη του κόσμου πραγματώνεται στο Χριστολογικό Μυστήριο της κοινωνίας κτιστού-ακτίστου. Ο Θεός προσλαμβάνει την κοινή σάρκα του κόσμου και του ανθρώπου και μέσω της ύλης κοινωνεί με τον άνθρωπο. Ο κόσμος γίνεται ξανά ο τρόπος της κοινωνίας του ανθρώπου με το θεό.[13] Η Ορθόδοξη Λειτουργία αποτελεί μια κατεξοχήν ευχαριστιακή πράξη αναφοράς του κόσμου και της ζωής από τον άνθρωπο στο Θεό και εκφράζει έμπρακτα τη δυνατότητα του ανθρώπου να γίνει πρόσωπο μέσα στην ιστορία υπερβαίνοντας τη βιολογική του υπόσταση.
Ωστόσο το ήθος της Ευχαριστίας δεν αντλείται από την ιστορία αλλά από την έκβαση και το τέλος της, όπου η υπέρβαση της οντολογικής αναγκαιότητας της φύσης, η αλήθεια και η πληρότητα του προσώπου ανήκουν στο μέλλον της Βασιλείας του Θεού. Το ευχαριστιακό ήθος του προσώπου εκφαίνεται στην εσχατολογοποίηση της βιολογικής ατομικότητας. Το πρόσωπο στην ευχαριστιακή εμπειρία της Εκκλησίας συμπορεύεται διαλεκτικά με τη βιολογική υπόσταση της ζωής. Το ευχαριστιακό ήθος αποδέχεται τη φύση και τον κόσμο για να υποστασιάσει στην καθολικότητα του προσώπου τις δυνατότητες της φύσης και του κόσμου. Η κίνηση του προσώπου δια της Ευχαριστίας καθίσταται εδώ και τώρα, ήδη και όχι ακόμα.[14] 

2.4. Το ασκητικό ήθος  

Η εικόνα και η πρόγευση των εσχάτων συνιστά και το περιεχόμενο του ασκητικού ήθους. Η άσκηση στο πλαίσιο του ευχαριστιακού ήθους εκφράζει την ελευθερία του προσώπου να υπερβεί τη φθειρόμενη βιολογική ζωή, να αναμορφώσει και να ανακαινίσει τη φύση από τους περιορισμούς της ατομικής αυτοτέλειας. Η άσκηση είναι η έκφραση της πάλης του προσώπου με την ίδια την αυτονομημένη φορά της φύσης του και πάντως δεν προτείνει τη νομική αντίληψη της ατομικής αρετής, τις αξιόμισθες πράξεις και την ηθική πειθαρχία. Το ασκητικό ήθος της εκκλησίας αρνείται τη δυϊστική υποτίμηση του υλικού σώματος προς όφελος της πνευματικά υπέρτερης ψυχής και αφορά όλο τον άνθρωπο ως σώμα και ψυχή στην προοπτική του ευχαριστιακού υπόβαθρου.
Το ασκητικό ήθος δε συνιστά ατομικό, αλλά κατεξοχήν εκκλησιαστικό γεγονός και προσωπική εμπειρία της αυθυπέρβασης από κάθε εμμονή στην αυτάρκεια της ύπαρξης. Αποτελεί το κοινωνικό άνοιγμα του προσώπου ως συνύπαρξη και σχέση με τα άλλα μέλη στη ζωή της κοινότητας του Σώματος του Χριστού, την κατάφαση στη ζωή ως αγάπη και ελευθερία, σε μια ανθρώπινη προσπάθεια που δεν κατορθώνει, αλλά μόνο αποδέχεται ελεύθερα και οικειώνεται τον τρόπο ύπαρξης του θεού. Ο ασκητικός χαρακτήρας του προσώπου προσλαμβάνει όλες τις δυνατότητες της φύσης για να τις υποστασιάσει οντολογικά, να τους προσδώσει την αληθινή ζωή.
Ό έρωτα και το σώμα δεν καταργούνται, ούτε απαξιώνονται, αλλά νοηματοδοτούνται προσωπικά στο ασκητικό ήθος και μετατρέπονται από μια σπασμωδική και αδιέξοδη κίνηση διαιώνισης στα όρια της αυτονομημένης φύσης σε μια ελεύθερη εκστατική φορά αυθυπέρβασης της ατομικότητας κατά τον τρόπο ύπαρξης της Αγίας Τριάδας. Το πρόσωπο αγαπά σ’ ένα άλλο πρόσωπο τους πάντες και τα πάντα, συγκεφαλαιώνοντας και εκφράζοντας όλο τον κόσμο. Το ασκητικό ήθος μεταμορφώνει τον έρωτα σε κοινωνία αγάπης και ελευθερία προσώπων, σε εσχατολογική αντανάκλαση της πληρότητας και της ακεραιότητας της φύσης, σε προσωπική πραγμάτωση των υπαρκτικών δυνατοτήτων της φύσης.[15]

2.5. Η κοινωνική διάσταση του ορθόδοξου ήθος

Το ορθόδοξο ήθος δε διαθέτει μια κοινωνική ηθική, αντικειμενικά μετρήσιμη και πολιτικά εφαρμόσιμη με ένα κοινωνικό πρόγραμμα που θέλει να επιβάλλει τον ‘’επίγειο παράδεισο’’. Το ήθος της αγάπης και της ελευθερίας δεν προγραμματίζεται και η προσωπική στάση δε θεσμοποιείται, ενώ καμιά ευτυχία και ηθικότητα, άσχετη με την υπαρκτική περιπέτεια της ανθρώπινης ελευθερίας, δεν μπορεί να αποτελέσει το προγραμματικό περιεχόμενο του ορθόδοξου ήθους.[16] Το ασκητικό ήθος στο επίκεντρο του ευχαριστιακού τρόπου ύπαρξης δεν μπορεί να μετασχηματιστεί σε κώδικες συμπεριφοράς, να οργανωθεί σε οικονομικό σύστημα, σε πολιτική ιδεολογία, αφού δεν διεκδικεί την ατομική αυτοτέλεια, την συμβατική επιβίωση και την εξασφάλιση της ζωής ως βιολογικής ατομικότητας.
Η μετάνοια της Εκκλησίας αποδέχεται και προσλαμβάνει την αποτυχία του ανθρώπου να πραγματώσει τη ζωή ως κοινωνία και μεταμορφώνει κάθε αστοχία σε στάση ζωής που καλλιεργεί το ήθος της αγάπης και της ελευθερίας. Αν και το ορθόδοξο ήθος δεν προσφέρεται ως κλειστό σύστημα κανόνων συμπεριφοράς και αντικειμενικής υποβολής, μπορεί να νοηματοδοτήσει κάθε πτυχή του προσωπικού και κοινωνικού βίου. Να προσφέρει τα βαθύτερα υπαρξιακά κίνητρα που θα επιτρέψουν στον άνθρωπο να λειτουργήσει πέρα από εφήμερα ηθικά κατασκευάσματα, αξίες και κανόνες που δεν έχουν σχέση με την υπαρκτική περιπέτεια της ζωής του.
Όταν ο άνθρωπος απαντά ελεύθερα στην κλήση της κοινωνίας με το Θεό διαμορφώνει την προοπτική της δικής του υπαρκτικής μεταμόρφωσης, αλλά και την ανακαίνιση του κόσμου. Χαρίζει αδιάκοπα εμπειρίες της αναλαμπής των εσχάτων μέσα στην ιστορία, προσανατολίζοντάς τη στο αδιάστατο παρόν της κοινωνίας, ως το πλήρωμα χώρου και χρόνου. Το ήθος της άσκησης θεμελιωμένο στην ευχαριστιακή θεώρηση του κόσμου και της ζωής μπορεί να αποτελέσει τη δυναμική κοινωνικών μετασχηματισμών στην οικονομία, την τέχνη, την επιστήμη και τον πολιτισμό.


3. Η αλλοίωση του ορθόδοξου ήθους 

Η ορθόδοξη παράδοση βίωσε την εκκοσμίκευση ως αλλοίωση του ήθους και της αλήθειας της πίστης στην αποτυχία της υπαρκτική πραγμάτωσης προσώπων και θεσμών. Είδαμε ότι η εκκλησία προσλαμβάνει τον κόσμο διαρκώς στην προοπτική της ανακαίνισης, στα όρια του καινού τρόπου ύπαρξης που φανέρωσε ο Χριστός, νοηματοδοτώντας μέσα στην ιστορία την προσωπική στάση ζωής ως πρόσληψη και μεταμόρφωση του κόσμου στα όρια του κοινωνικού δυναμισμού της ευχαριστιακής κοινότητας και του ασκητικού ήθους.
Στην ορθόδοξη πραγματικότητα η αναπαραγωγή του ατομοκεντρικού τρόπου ζωής και σκέψης εκφράστηκε στην αντιπαλότητα της νοηματοδότησης του βίου προξενώντας μια σχιζοφρενική διάσταση του ορθόδοξου ήθους. Η λαϊκή παράδοση του λειτουργικού ήθους από τη μια και η ακαδημαϊκή νοησιαρχία της δυτικής ‘’θρησκειοποίησης’’ της Εκκλησίας από την άλλη.
Οι εμφανιζόμενες θρησκευτικές οργανώσεις μεταφέρουν το θρησκευτικό εκδυτικισμό με άξονα, όπως είδαμε, την ατομική πίστη και τη χρησιμοθηρική ηθική που αδιαφορεί για τα θεολογικά δόγματα και εγκαινιάζει την ηθική διδασκαλία ενός ιδιότυπου ευσεβισμού και πουριτανισμού. Η Εκκλησία μετατρέπεται σε θεραπευτήριο ψυχών που ικανοποιεί την ατομική θρησκευτική ανάγκη. Συχνά η προσέλευση στη Θεία Λειτουργία από συμμετοχή στο ευχαριστιακό σώμα του Χριστού και οντολογική σχέση με το Θεό, τον συνάνθρωπο και τον κόσμο εκπίπτει σε ακρόαση ενός ηθικολογικού κηρύγματος, σε μια τυπολατρία που οδηγεί στον εγκεφαλικό και ψυχολογικό τρόπο προσέγγισης της λατρείας.[17]



Συμπεράσματα

Μέσα από την εννοιολογική προσέγγιση του ήθους και της ηθικής διαπιστώνεται η αποτύπωση της διάστασης των εννοιών άτομο και πρόσωπο που εκφράζεται στη σχηματοποίηση των ηθικών παραστατικών τρόπων. Η ατομοκεντρική ανθρωπολογική θεώρηση εγκλωβίζει το Θεό σε ένα περιεχόμενο ουσίας, η οποία ψυχολογικά αποτυπώνεται στη φύση του ανθρώπου και διαμορφώνει ένα ηθικό οικοδόμημα κάθετων δομών, οι οποίες στοχεύουν στην ατομική επάρκεια και σωτηρία, στο υπόβαθρο της μεταφυσικής διάστασης του ανθρώπου με το Θεό. Ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός εκφράζεται στη στοιχειοθέτηση μιας ωφελιμιστικής προοπτικής που αναζητά τον παράδεισο επί γης και αγνοεί τον εσχατολογικό χαρακτήρα της βασιλείας του Θεού.
Η προοπτική του προσώπου ως ελευθερία, ετερότητα και αγάπη εκφράζει την ηθική σε ένα οντολογικό καθαρά πλαίσιο που αποτυπώνεται στην υπαρκτική μεταμόρφωση του ανθρώπου. Μορφώνει ένα ήθος ευχαριστιακού και ασκητικού προσανατολισμού που βλέπει τον κόσμο δυναμικά και όχι στατικά και ωφελιμιστικά. Είναι το ήθος της αγάπης που εκπηγάζει από τον προσωπικό τρόπο ύπαρξης του Θεού και ο οποίος αποτυπώνεται στην κατ’ εικόνα δημιουργία του ανθρώπου. Το ορθόδοξο ήθος δεν συντάσσεται σε νομοκανονιστικά πλαίσια, αλλά ακολουθεί την ελευθερία της υπαρκτικής ολοκλήρωσης που προσφέρει η κοινωνία με τον τριαδικό Θεό.
Η προσωπική δυναμική του ορθόδοξου ήθους μπολιάζει την κοινωνική πραγματικότητα μεταφέροντας μέσα από τις εμπειρίες της εσχατολογικής αναλαμπής τη δυναμική ενέργεια της μεταμόρφωσης του ανθρώπου και του κόσμου σε μια υπαρκτική κοινωνία με το θεό.



Κ. Πιπεράς





[1]Η ηθική ετυμολογείται από τη λέξη ήθος που αποτελεί εκτενέστερο τύπο της λέξης έθος. Η ηθική και το έθος έχουν σχέση με το χρόνο και τη συνήθεια που διαμορφώνουν την ηθική συμπεριφορά. Με τη συνήθεια δημιουργούνται έξεις που μορφοποιούν αντίστοιχους τρόπους ζωής. Η συνήθεια περιέχει και αρετή, η αρετή όμως δεν ταυτίζεται με τη συνήθεια. Οι χριστιανοί συγγραφείς παρέλαβαν από την ελληνική φιλοσοφία και χρησιμοποίησαν τους όρους ήθος και ηθική για να δηλώσουν την προαίρεση και τον τρόπο ζωής των χριστιανών. Βλ. Μαντζαρίδης, Ι. Γεώργιος, Χριστιανική Ηθική, Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 2000, σελ. 17-19.
[2] Ήθος αρχικά σήμαινε την κατοικία των ανθρώπων και των ζώων, ενώ αργότερα το εσωτερικό φρόνημα και το χαρακτήρα, τη βαθύτερη διαμόρφωση και καλλιέργεια του ανθρώπου, ώστε να συμπεριφέρεται με λογικό τρόπο, με μέτρο και αξιοπρέπεια, σεβόμενος τον εαυτό του και τους άλλους. Βλ. Δεσπότης, Σ., «Φιλοσοφική Ηθική και Χριστιανική Ηθική», στο Αντωνόπουλος, Αθ., Δεσπότης, Σ., Πίστη και Βίωμα της Ορθοδοξίας: Διαχρονικές Συνιστώσες της Χριστιανικής Θεολογίας στην Ορθοδοξία. τ. Γ΄, Πάτρα: Ε.Α.Π, 2008, σελ. 157. Το ήθος σήμερα εκφράζει την έννοια του αντικειμενικού μέτρου για την αξιολόγηση του ατομικού χαρακτήρα και της συμπεριφοράς στη συνάφεια των κοινωνικών κατηγοριών του καλού και του κακού. Αντιπροσωπεύει την ανταπόκριση του ατόμου σε ένα ‘’δέον’’ που διαβαθμίζεται σε επιμέρους αρετές που έχει αποδεχτεί το κοινωνικό σύνολο. Η κλίμακα αρετών του ατομικού ήθους διαμορφώνεται στην προοπτική μιας γενικότερης θεώρησης και ερμηνείας, θρησκευτικής, φιλοσοφικής, ορθολογικής-επιστημονικής, των προβλημάτων της συμπεριφοράς του κοινωνικού ατόμου. Βλ. Γιανναράς, Χρ., Η Ελευθερία του Ήθους, Αθήνα: Ίκαρος, 2002, σελ.23.
[3] Το στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική ηθική είναι η κυριαρχία του λόγου-νου. Η δικαιοσύνη ως υπέρτατη αρετή συμπυκνώνει τις αρετές που ακολουθούν την τριμερή διαίρεση της ψυχής: φρόνηση-σοφία/λογιστικό, σωφροσύνη/θυμοειδές και ανδρεία/επιθυμητικό. Το ηθικό ιδεώδες του αρχαίου Έλληνα είναι ενδοκοσμικό, στα πλαίσια ενός αυτόνομου και τέλειου κόσμου. Με τον κλονισμό όμως της πόλις ο άνθρωπος επιστρέφοντας στον εαυτό του ανακαλύπτει τα όρια του λόγου και τελικά διαπιστώνοντας το χάος του υποσυνείδητου «τυφλώνεται». Η τραγωδία του Οιδίποδα είναι χαρακτηριστική του αρχαιοελληνικού ήθους. Καμιά ανθρώπινη ενέργεια δεν μπορεί να ανατρέψει ό,τι όρισε η ακατάβλητη Μοίρα. Είναι ο εικονισμός της πάλης ορθολογισμού και πίστης. Βλ. Δεσπότης, Σ., «Φιλοσοφική Ηθική και Χριστιανική Ηθική», στο Αντωνόπουλος, Αθ., Δεσπότης, Σ., Πίστη και Βίωμα της Ορθοδοξίας: Διαχρονικές Συνιστώσες της Χριστιανικής Θεολογίας στην Ορθοδοξία. τ. Γ΄, Πάτρα: Ε.Α.Π, 2008, σελ. 159-167.
[4] Η ηθική εκφράζεται στη διπολική τοποθέτηση της λογικής/φιλοσοφία και της θεολογίας/θρησκεία.
[5] Ό.π. σελ. 250. Η ανώτατη αυθεντία μπορεί να είναι θρησκευτική ή συμβολικά θεϊκή στην έκφραση μιας κομματικής ηγεσίας ή μιας απρόσωπης ‘’Αρχής’’ της κρατικής εξουσίας. Στον αντίποδα έχουμε την αποδοχή του συμβατικού χαρακτήρα της κοινωνικής ηθικής μέσα σε ένα πλαίσιο κανόνων συμπεριφοράς και αξιολόγησης των χαρακτηριστικών που προκύπτουν από μια ‘’συνειδητή’’ εθιμική συμφωνία. Γιανναράς, Χρ., Η Ελευθερία του Ήθους, Αθήνα: Ίκαρος, 2002, σελ.24-25.
[6] Η ηθική αφήνει έξω από το χώρο της το οντολογικό ερώτημα, για την αλήθεια της ανθρώπινης ύπαρξης, ‘’για αυτό που πραγματικά είναι ο άνθρωπος, ξέχωρα από αυτό που πρέπει να είναι και την ανταπόκρισή του σε αυτό που πρέπει να είναι’’. Έχει ο άνθρωπος οντολογική υπόσταση πέρα από το χώρο και το χρόνο, υποστατική ταυτότητα μοναδική, ανόμοια και ανεπανάληπτη, που προηγείται και καθορίζει το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του ή αποτελεί ένα επιφαινόμενο μιας σειράς βιολογικών, ψυχολογικών και ιστορικών συνθηκών που τον καθορίζουν υποχρεωτικά και ‘’χαρίζουν’’ την προοπτική μόνο της βελτίωσης του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς μέσα από χρησιμοθηρικές νομοθεσίες; Βλ. Ό.π. σελ. 26.
[7]Αν η ηθική συνάπτει το ανθρώπινο ήθος στο πλαίσιο κάθε κοινωνικής και θρησκευτικής χρησιμοθηρίας δίχως να απαντά στο οντολογικό ερώτημα για την αλήθεια και την πληρότητα του είναι της ανθρώπινης ύπαρξης τότε το ήθος του ανθρώπου εξαντλείται στη βελτίωση του χαρακτήρα του κοινωνικού ατόμου.
[8] Γιαγκάζογλου, Στ., «Το Ορθόδοξο Ήθος», στο Αγόρας, Κ., Γιαγκάζογλου, Στ., π.Λουδοβίκος, Ν. και Φωτίου, Στ., Πίστη και Βίωμα της Ορθοδοξίας: Δόγμα, Πνευματικότητα και Ήθος της Ορθοδοξίας. τ. Α΄, Πάτρα: Ε.Α.Π, 2002, σελ. 252.

[9]Είναι οι γενικές έννοιες universalia(πραγματοκρατία) που κατά την άποψη των ρεαλιστών σχολαστικών έχουν απαραίτητα ένα πραγματικό αντίκρισμα έξω από το νου και άρα δεν είναι αφηρημένες παραστάσεις του νου. Βλ. Ματσούκας, Α. Νίκος, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄: Έκθεση της ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική χριστιανοσύνη, Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 1999, σελ. 55-57.
[10] Βλ. Γιαγκάζογλου, Στ., «Το Ορθόδοξο Ήθος», στο Αγόρας, Κ., Γιαγκάζογλου, Στ., π.Λουδοβίκος, Ν. και Φωτίου, Στ., Πίστη και Βίωμα της Ορθοδοξίας: Δόγμα, Πνευματικότητα και Ήθος της Ορθοδοξίας. τ. Α΄, Πάτρα: Ε.Α.Π, 2002, σελ. 252. και Μπέγζος, Μ., «Οι πρώτες διαφοροποιήσεις Ανατολικού (Ελληνόφωνου) και Δυτικού (Λατινόφωνου) Χριστιανισμού», στο Μπέγζος, Μ., Πορτελάνος, Στ., Καρυότογλου, Αλ., Μεταλληνός, Γ., Η Ορθόδοξη Εκκλησία σε Ανατολή και Δύση, τ. Β΄, Πάτρα: Ε.Α.Π, 2001, σελ. 23-25.

[11]Η έννοια του προσώπου ιστορικά και υπαρξιακά συνδέεται με τον χριστιανισμό. Χωρίς το μυστήριο της αποκάλυψης του Τριαδικού Θεού εν Χριστώ δεν υπάρχει πρόσβαση στην αλήθεια του προσώπου. Το πρόσωπο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ως ενδοκοσμική ή ανθρωπιστική πραγματικότητα. Αν δεν υπάρχει Θεός, το Είναι του οποίου ταυτίζεται με την ελευθερία και το πρόσωπο, τότε η έννοια του προσώπου ουσιαστικά δεν υπάρχει, αφού το όντως πρόσωπο, ως απόλυτη οντολογική ελευθερία πρέπει να είναι άκτιστο, αδέσμευτο από κάθε δεδομένο, όπως και της ύπαρξης του. Βλ. Δεληκωσταντής, Κώστας, Το ήθος της Ελευθερίας: Φιλοσοφικές απορίες και θεολογικές αποκρίσεις, Αθήνα: Δόμος, 1997, σελ. 70-73. Ο άνθρωπος προικίστηκε από το Θεό με το χάρισμα να είναι πρόσωπο, να υπάρχει με τον ίδιο τρόπο ύπαρξης του Θεού. Ό,τι συνιστά τη θεότητα του Θεού είναι η προσωπική Του ύπαρξη, η τριάδα των προσωπικών υποστάσεων που συγκροτούν το θείο Είναι, τη θεία φύση ή ουσία σε ζωή αγάπης, ελευθερίας, έξω από κάθε αναγκαιότητα. Ο Θεός υπάρχει, επειδή ελεύθερα θέλει να υπάρχει και αυτή η θέληση πραγματοποιείται ως αγάπη και τριαδική κοινωνία. Την ίδια αυτή δυνατότητα προσωπικής ύπαρξης αποτυπώνει ο Θεός στην ανθρώπινη φύση. Ο Θεός είναι μια φύση και τρία πρόσωπα, ενώ ο άνθρωπος μια φύση και μύρια πρόσωπα. Η διαφορά των φύσεων, κτιστού-ακτίστου μπορεί να υπερβαθεί στον κοινό τρόπο ύπαρξης, όπως αποκαλύφθηκε με τη σάρκωση του θεού στο πρόσωπο του Ιησού. Ο άνθρωπος ως κατ’ εικόνα του Θεού μπορεί να πραγματοποιήσει την ύπαρξη του όπως ο Χριστός, ως πρόσωπο, ως αγάπη και ελευθερία και όχι ως φυσική αναγκαιότητα. Αν και έχει κτιστή φύση προικίστηκε με τη δυνατότητα ενός τρόπου ύπαρξης διαφορετικού από τον τρόπο του κτιστού. Προικίστηκε με τη δυνατότητα του τρόπου της θείας ύπαρξης που εκδηλώνεται κατεξοχήν στο χάρισμα του λόγου, του αυτεξούσιου και του αρχικού που φανερώνουν, χωρίς να εξαντλούν την εικόνα του Θεού στον άνθρωπο. Βλ. Γιανναράς, Χρήστος, Αλφαβητάρι της Πίστης, Αθήνα: Δόμος, 2006, σελ. 90-94. Το πρόσωπο δεν είναι μια αριθμητική μονάδα ενός συνόλου, μια οντότητα καθεαυτήν και καμιά αντικειμενική πληροφορία δεν μπορεί να εξαντλήσει την ανομοιότητα του προσώπου παρά μόνο η άμεση σχέση. Ό.π. σελ. 53.
[12] Τα θεολογικά δόγματα της Εκκλησίας δεν είναι απλές λογικές διατυπώσεις πίστης, αποφάνσεις αιώνιου κύρους με υποχρεωτική αυθεντία και αποδοχή, ούτε απροσπέλαστα μυστήρια άσχετα με τη ζωή μας, αλλά απαραίτητα ιδεολογικά-ομολογιακά εργαλεία για τη θεωρητική πλαισίωση της πίστης στο θεό, όπως υποστηρίζει η σχολαστική θεολογία. Περικλείουν νοήματα που έχουν αποφασιστική σημασία για την αλήθεια και την ύπαρξη του ανθρώπου. Αποκαλύπτουν τις οριακές αλήθειες από τις οποίες εξαρτάται η ύπαρξή μας. Βλ. Γιαγκάζογλου, Στ., «Το Ορθόδοξο Ήθος», στο Αγόρας, Κ., Γιαγκάζογλου, Στ., π.Λουδοβίκος, Ν. και Φωτίου, Στ., Πίστη και Βίωμα της Ορθοδοξίας: Δόγμα, Πνευματικότητα και Ήθος της Ορθοδοξίας. τ. Α΄, Πάτρα: Ε.Α.Π, 2002, σελ. 254.
[13] Ό.π. σελ. 265-267.
[14] Ό.π. σελ. 266-268. Η Ευχαριστία δεν οριοθετεί το πεδίο μιας κατακόρυφης συνάντησης καθενός ξεχωριστά με το Θεό, αλλά αποτελεί μια κατεξοχήν κοινωνική και εκκλησιαστική εκδήλωση, μια κοινωνία των πιστών με τους άλλους και το Θεό ταυτόχρονα. Ο άνθρωπος παύει να’ ναι άτομο και νοείται ως πρόσωπο, ως πραγματικότητα, που δεν αποτελεί εξάρτημα μιας μηχανής για την εξυπηρέτηση κάποιου σκοπού, έστω και του πιο ιερού. Η Ευχαριστία ως πράξη και κοινωνία προσφέρει στην ηθική ζωή την επανεύρεση του ορθού νοήματος του ηθικού βίου, που δεν επιτρέπει, ούτε ανέχεται την αυτονομία της ηθικής και την αναγωγή της σε απόλυτους νομικούς κανονισμούς έξω από τη συνάφεια των προσώπων. Είναι η μαρτυρία μιας ηθικής που δεν αποτελεί ιστορική εξέλιξη, αλλά υπαρξιακή μάχη που κερδίζεται, για να χαθεί πάλι μέχρι την οριστική νίκη. Βλ. Ζηζιούλας, Ιωάννης(Μητροπολίτης Περγάμου), Η κτίση ως Ευχαριστία, Αθήνα: Ακρίτας, 1998, σελ.28-34. και Μαντζαρίδης, Ι. Γεώργιος, Χριστιανική Ηθική, Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 2000, σελ. 38-39.

[15]Γιαγκάζογλου, Στ., «Το Ορθόδοξο Ήθος», στο Αγόρας, Κ., Γιαγκάζογλου, Στ., π.Λουδοβίκος, Ν. και Φωτίου, Στ., Πίστη και Βίωμα της Ορθοδοξίας: Δόγμα, Πνευματικότητα και Ήθος της Ορθοδοξίας. τ. Α΄, Πάτρα: Ε.Α.Π, 2002, σελ.269-270. και Δεληκωσταντής, Κώστας, Το ήθος της Ελευθερίας: Φιλοσοφικές απορίες και θεολογικές αποκρίσεις, Αθήνα: Δόμος, 1997, σελ. 65-69. 
[16] Ο αληθινός χριστιανός είναι κοινωνικός, συμπάσχει και συναγωνίζεται για την ειρήνη και τη δικαιοσύνη, για συνελευθερία και συνύπαρξη. Η ορθόδοξη πνευματικότητα ως βιωμένη εκκλησιαστική ελευθερία δεν διεκδικεί δικαιώματα, αλλά προτιμά να παραιτείται απ0ό αυτά για χάριν του πλησίον. Ό.π. σελ. 102-11.
[17] Γιαγκάζογλου, Στ., «Το Ορθόδοξο Ήθος», στο Αγόρας, Κ., Γιαγκάζογλου, Στ., π.Λουδοβίκος, Ν. και Φωτίου, Στ., Πίστη και Βίωμα της Ορθοδοξίας: Δόγμα, Πνευματικότητα και Ήθος της Ορθοδοξίας. τ. Α΄, Πάτρα: Ε.Α.Π, 2002, σελ.285-289.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου