Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Ν. Καζαντζάκης: Η συζήτηση για τους κοινωνικούς νόμους



Ν. Καζαντζάκης: Η συζήτηση για τους κοινωνικούς νόμους

Ο Ν. Καζαντζάκης με αφορμή ένα ταξίδι του στην μετεπαναστατική Ρωσία αρθρογραφεί στο περιοδικό «Αναγέννηση»[1] αποτυπώνοντας μια συζήτηση φιλοσοφικού και κοινωνικού προβληματισμού, που είχε μ’ έναν απ’ τους ιδεολογικούς αρχηγούς και εμπνευστές της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας, ο οποίος εντοπίζει και στοιχειοθετεί τη συνάφεια των βιολογικών και φυσικών φαινομένων με τα κοινωνικά, σε επίπεδο δομής και επανάληψης. Εξ αφορμής της τοποθέτησης αυτής ο Καζαντζάκης καταθέτει τη δική του άποψη, ως έκφραση του κοσμοθεωρητικού του πλαισίου[2] και ανοίγει με τη συμμετοχή και άλλων διανοητών και συγγραφέων ένα ιδεολογικό και κοινωνικό διάλογο πάνω στην ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων.[3]
Τα κοινωνικά φαινόμενα για τον Ν. Καζαντζάκη δεν ξετυλίγονται, όπως τα φυσικά μέσα στον ομοιογενή, συμπαγή και ποσοτικό χρόνο της μαθηματικής διατύπωσης, αλλά εκφράζονται στα πλαίσια της ποιοτικής έκφρασης του ψυχολογικού χρόνου.[4] Κατά συνέπεια στη δυναμική της κοινωνικής δράσης δεν μπορούν να υπάρξουν Νόμοι και προβλέψεις, δηλαδή επανάληψη, τα ίδια αίτια να γεννήσουν τα ίδια αποτελέσματα . Η ουσία της ζωής για το Ν. Καζαντζάκη εντοπίζεται στη δημιουργία και κατά συνέπεια η κοινωνιολογία έχει κάποια ερευνητική αξία μονάχα  κοιτάζοντας πίσω τα περασμένα, αφού αυτά τα γεγονότα παύουν να ζουν, δε ρέουν και δεν ξετυλίγονται δημιουργικά. Η κοινωνιολογία μάχεται να βρει τους πιθανούς συντελεστές που διαμόρφωσαν τα γεγονότα.
Επισημαίνει πως η εξέταση των περασμένων δεν μπορεί να δώσει την προσδοκώμενη περιγραφή των μελλοντικών κοινωνικών γεγονότων, αφού ένα ελάχιστο γεγονός μπορεί να αναπροσανατολίσει την ιστορική διαδρομή. Η ζωή εμφαίνεται με ένα περίσσευμα πλούτου που προκύπτει ανώτερο από την ανθρώπινη λογική και φαντασία. Η κοινωνιολογία ωστόσο εντοπίζει ένα σταθερό νόμο που διατρέχει τις ανθρώπινες κοινωνίες και εκφράζεται με τη μορφή των οικονομικών αιτίων.[5] Ο Καζαντζάκης δέχεται την παράμετρο της οικονομικής επίδρασης εντοπίζοντας παράλληλα και άλλους παράγοντες όπως η θρησκεία, η ράτσα, οι ιστορικές περιπέτειες, η εμφάνιση ενός ήρωα, που καθορίζουν το ξετύλιγμα της ιστορίας. Όλες οι αιτίες δουλεύουν τα ανθρώπινα πλήθη και πότε επικρατεί η μια, πότε η άλλη και πότε όλες μαζί. Όταν η ανθρωπότητα δεν συναρπάζεται από μια πίστη τότε τον πρώτο ρόλο τον έχουν τα οικονομικά αίτια.
Η δυναμική του απρόβλεπτου γεγονότος μπορεί να μετατοπίσει από το ιστορικό και κοινωνικό προσκήνιο τις υλικές ανάγκες του ανθρώπου, ως αίτια οικονομικά εκφράζοντάς τες με τη μορφή αποτελεσμάτων ενός πλήθους συντελεστών σε ορισμένο τόπο, χρόνο και λαό. Οι οικονομικές μορφές είναι η πιο ορατή εμφάνιση βαθύτερων σκοτεινών δυνάμεων και ορμών. Κατά συνέπεια το πλήθος των ηθικών και πνευματικών αλλαγών είναι αποτελέσματα που προϋπάρχουν των οικονομικών αλλαγών και φανερώνονται ιεραρχικά, οι οικονομικές πρώτα και ακολουθούν οι περισσότερο περίπλοκες, η ηθική, η τέχνη, ο στοχασμός.
Οι μάζες κατά τον Καζαντζάκη για να κινηθούν και να δημιουργήσουν μεγάλες εποχές έχουν ανάγκη από μια ιερή παραφροσύνη, από μια πίστη. Η μετουσίωση της καρδιά του ανθρώπου μπορεί να απλοποιήσει την πολυσύνθετη πραγματικότητα. Η επαναλαμβανόμενη διαδοχή του κύκλου, μέσα από το βύθισμα σε αγώνες, αίματα, δυστυχία και πείνα μπορεί να γεννήσει το λυτρωτή Λόγο[6].
Στο «Δεύτερο σημείωμα» [7]ο Ν. Καζαντζάκης απαντώντας στον Χρ. Καρούζο[8] θέτει μια σειρά ερωτημάτων για τα όρια της ανθρώπινης διάνοιας και κατ’ επέκταση της επιστήμης. Μπορεί η διάνοια του ανθρώπου να συλλάβει το «όντως ον» ή μονάχα τα φαινόμενα; Όλα τα φαινόμενα ή μονάχα τα φαινόμενα της ύλης; Τα φαινόμενα της ύλης ή μόνον τις σχέσεις τους; Οι σχέσεις των φαινομένων είναι αντικειμενικές, έξω απ’ τον άνθρωπο ή μονάχα ανθρώπινες; Και είναι οι μόνες δυνατές ανθρώπινες ή μονάχα οι πιο βολικές; [9]
Η συντακτική επιτροπή του περιοδικού «Αναγέννησης»[10]εντοπίζει τη  σύγχυση των γνωσιολογικών και οντολογικών προβλημάτων που θέτει ο Ν. Καζαντζάκης: «Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι ο ανθρώπινος νους συλλαμβάνει μόνο φαινόμενα, μόνο σχέσεις φαινομένων και ότι οι σχέσεις αυτές είναι μόνο ανθρώπινες και ακόμα, ότι είναι οι πιο βολικές. Το πρόβλημα εντοπίζεται αλλού. Ο ανθρώπινος νους, που συλλαμβάνει σχέσεις των φαινομένων του φυσικού κόσμου και βρίσκει μια κανονικότητα, μια νομοτέλεια, που του δίνει τη δύναμη να προβλέπει και να ενεργεί με ασφάλεια μέσα σ’ αυτά, μπορεί με τον ίδιο τρόπο, να συλλαμβάνει σχέσεις των φαινομένων «του ηθικού κόσμου», να βρίσκει κανονικότητα και νομοτέλεια μέσα σ’ αυτά, να προβλέπει και να ενεργεί, για να επηρεάζει την πορεία τους; Υπάρχει επιστήμη των φαινομένων του ηθικού κόσμου κατ’ αναλογία με την επιστήμη των φαινομένων του φυσικού κόσμου; Κι αν δεν υπάρχει η ίδια υπάρχει διαφορετική ή δεν υπάρχει καθόλου και γιατί;».
Στη «Δευτερολογία» του ο Χ. Καρούζος[11] επισημαίνει πως για τον Ν. Καζαντζάκη, όπως και για τους μπερξονιστές, νεοβιταλιστές κ.λπ. βαθύτατο χάσμα χωρίζει τα φαινόμενα του ανόργανου κόσμου από τα βιολογικά, (όπως και απ’ τα κοινωνικά) και δεν υπάρχει και σ’ αυτά ούτε κανονικότητα αιτιώδη, ούτε πρόβλεψη. Τονίζει πως ο διαλεκτικός υλισμός που γεφύρωσε το χάσμα, που υπήρχε ανάμεσα στις φυσικές και πνευματικές επιστήμες, αποδεικνύει, πως η γνωστική ικανότητα του ανθρώπου, όχι μονάχα στο περιεχόμενό της, αλλά και στη μορφή της δεν είναι τίποτα το αμετάβλητο και το απόλυτο, μα κάτι πολύ σχετικό με το ιστορικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται η κοινωνία.
Ο Ν. Καζαντζάκης νιώθει τη ζωή στον ακούραστο ρυθμό της, χωρίς αρχή και τέλος, να γυρίζει αιώνια στον τροχό της τις σάρκες και τα πνεύματα. «Οι πιο εκλεκτοί αντικρίζουν με τρόμο τη μέθοδό της και σωπαίνουν φρίσσοντας. Άλλοι τη δέχουνται, όπως είναι, χωρίς ελπίδες μάταιες, και μάχουνται με οδυνηρό αγώνα ή με μέθη βακχική να την αγαπήσουν. Άλλοι πάλι παλεύουν μαζί της, αντιστέκονται, θέλουν να τη στριμώξουν στα καλούπια της καρδιάς ή του μυαλού τους.»[12].
Ό,τι γονιμοποιεί και αγκαλιάζει τις βαθύτερες ανάγκες του ανθρώπου, τον υποτάσσει σ’ ένα ρυθμό ανώτερό του. Μονάχα έτσι η ζωή του μπορεί να αποκτήσει ενότητα και να ξεπεράσει η ενέργειά του τα ατομικά σύνορα. Μονάχα ένας που πιστεύει σ’ ένα τέτοιο ρυθμό και εντάσσεται σ’ αυτόν, μπορεί να ζήσει με άρτιο τρόπο την μικρή του ατομική ζωή. « Η πίστη κι η πιο ασκητική στάθηκε πάντα η φλογερότερη μέθοδος να ζήσει ο άνθρωπος έντονα όχι την άλλη, τη μέλλουσα, μα την επίγεια τούτη ζωή. Μονάχα με την πίστη μπορούν να υψωθούν οι μάζες των ανθρώπων, να υποτάξουν τις ανάγκες τους, σ’ ένα υπερατομικό, βαθύτατα ανθρώπινο ρυθμό.  


Κ. Πιπεράς


[1] Ν. Καζαντζάκης, «Συνάντηση μ’ έναν αρχηγό», Αναγέννηση, Χρονιά Α΄, Σεπτέμβρης 1926, Φυλλάδιο 1ο, σελ.19-24.
[2] Ο Ν. Καζαντζάκης αναφέρεται στους ανθρώπους που κατατρίβονται με τη λύση φιλοσοφικών προβλημάτων και τους ταξινομεί σε δυο μεγάλες κατηγορίες. Σ’ αυτούς που εγκλωβίζονται στο λεκτικό υπόβαθρο των εννοιών: ύλη, πνεύμα, Θεός, ζωή, ψυχή κ.λπ. και εντάσσει στην κατηγορία αυτή τους υλιστές, ιδεαλιστές, θετικιστές κ.λπ. και σ’ εκείνους που δεν ικανοποιούνται με το εννοιολογικό περιεχόμενο των παραπάνω λέξεων, αλλά ζουν τις φοβερές και σκοτεινές δυνάμεις πίσω απ’ το διάφραγμα των λέξεων. Η ομάδα αυτή επιμερίζεται σ’ όσους τρέμουν και δεν τολμούν να ανοιχτούν πέρα απ’ τις λέξεις, σ’ όσους προχωρούν με βεβαιότητα πέρα απ’ τις λέξεις, σίγουροι ότι έχουν βρει την αιώνια μορφή του Μυστηρίου και έχουν διαγράψει την ουσία του, την ενέργεια και τις σχέσεις του με τους ανθρώπους και τέλος σ’ αυτούς που προχωρούν πέρα απ’ τις λέξεις και με τη χρήση θετικών ανθρώπινων μέσων δίνουν στις άγνωστες δυνάμεις μια μορφή συνειδητά πρόσκαιρη, μα χρήσιμη. Σε τούτη την τρίτη υποομάδα τοποθετεί και τον εαυτό του διευκρινίζοντας δυο βασικές έννοιες με λειτουργικό περιεχόμενο, την Υπόθεση(Hypothese) και το Πλάσμα (Fiktion, Fiction). Η πρώτη έννοια (Hypothese) αναζητά την Αλήθεια και τη σύναψή της με την πραγματικότητα. Η Fiktion είναι το χρήσιμο μέσο, που γόνιμα ανταποκρίνεται στην ανάγκη του ανθρώπου να αρθρώσει τις κομματιαστές, λεπτομερειακές του παρατηρήσεις και θεωρίες βοηθώντας τον να προχωρά και να μην αυταπατάται. Η Υπόθεση ανακαλύπτει και η Fiktion εφευρίσκει. Τα μέσα που μεταχειρίζονται για να προχωρήσουν πέρα απ’ τις λέξεις, ύλη, πνεύμα κ.τ.λ. οι άνθρωποι της τρίτης υποομάδας δεν είναι «Υποθέσεις», αλλά « Πλάσματα». Βλ. Ν. Καζαντζάκης, «Προεισαγωγικό Σημείωμα», Αναγέννηση, Χρονιά Α΄, Νοέμβρης 1926, Φυλλάδιο 3ο, σελ. 136-137.
[3] Ο Ν. Καζαντζάκης με τη μελέτη του δίνει αφορμή για μια μεγάλη συζήτηση. Θέτει τέσσερα ερωτήματα-προβλήματα: (1)Υπάρχουν νόμοι στα φαινόμενα της ζωής; (2) Υπάρχει επιστήμη των κοινωνικών φαινομένων; (3) Είναι δυνατή πρόβλεψη στην ιστορία; (4) Ποιοι είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν τη διαμόρφωση της κοινωνικής ζωής; Βλ. «Σημειώματα», Αναγέννηση, Χρονιά Α΄, Σεπτέμβρης 1926, Φυλλάδιο 1ο , σελ.54.
[4] Ο χρόνος αυτός είναι μια δύναμη δημιουργική και απρόβλεπτη, μέσα σ’ ένα ακατάπαυστο ωρίμασμα. Δεν αποτελεί σύνθεση από προϋπάρχοντα στοιχεία που με το πέρασμα του χρόνου σμίγουν μηχανικά σε νέους συνδυασμούς, οι οποίοι μπορούν να προβλεφτούν. Εκφράζει ο ποιοτικός, ψυχολογικός χρόνος, κατά τον Ν. Καζαντζάκη, ένα ανάβρυσμα απροσδόκητων συστατικών, μια αέναη δημιουργία. Βλ. Ν. Καζαντζάκης, «Συνάντηση μ’ έναν αρχηγό», Αναγέννηση, Χρονιά Α΄, Σεπτέμβρης 1926, Φυλλάδιο 1ο, σελ.19. «Επηρεασμένος μόνο απ’ τον Bergson δε βλέπει άλλη φιλοσοφία κατάλληλη να τον ικανοποιεί, παρά δέχεται τα πλάσματα(Fiktion) και τους φανταστικούς «μύθους» σαν εσώτερη ανάγκη του ανθρώπου, πλησιάζοντας τον συνδικαλιστικό αναρχισμό του Σορέλ και αποκαλύπτοντας την πίστη του στη διαρχία(dualisme). Εκφράζεται κατά βάθος ως αντιϋλιστής και αντιδιαλεχτικός. Έτσι εξηγείται η διαφωνία του με το μαρξισμό. Ο διαλεκτικός υλισμός του Μαρξ αποκρούει τους μεταφυσικούς ακροβατισμούς και ούτε παραδέχεται πως ο άνθρωπος είναι απ’ τη φύση του διαρχικός». Βλ. Ι. Κ. Κορδάτος, «Οι επικριτές του Μαρξισμού», Αναγέννηση, Χρονιά Α΄, Γενάρης 1927, Φυλλάδιο 5ο, σελ.260. 
  Να γράψω για τον Bergson
[5] Μια διαφορετική οπτική, απ’ αυτή του Ν. Καζαντζάκη, για τη φύση και τη λειτουργία των κοινωνικών φαινομένων αντανακλά το απαντητικό σημείωμα του Χρ. Καρούζου. Κατ’ αυτόν η ανθρώπινη κοινωνία αποτελεί μέρος της φύσης και ακολουθεί τη συστατική δομή των φαινομένων της που εμφανίζουν μια αιτιώδη κανονικότητα αντικειμενική. Η κοινωνία καθώς αναφέρει: «Είναι ντετερμινιστικά και καθαρά τοποθετημένη μέσα στο πλαίσιο της φύσης και από τους όρους της φυσιολογικής σύστασης των ατόμων της και από τους όρους της ζωικής της λειτουργίας.». Θεωρεί μεγάλη αυθαιρεσία να ξεχωρίζεται η ζωή της φύσης απ’ τη ζωή της κοινωνίας, που είναι αξεχώριστα δεμένες σε ένα δυναμικό μιας σταθερής κανονικότητας. Οι άνθρωποι, μέρος της φυσικής πραγματικότητας, απέκτησαν με την εξέλιξη ορισμένες ιδιότητες, πνευματικές ή ηθικές, μα που κι αυτές έχουν την αιτία τους και διέπονται απ’ την ίδια αιτιώδη κανονικότητα. Έχουν λοιπόν νόμους και τα κοινωνικά φαινόμενα το ίδιο όπως και τα φυσικά και άρα υπάρχει και σ’ αυτά η πρόβλεψη και η επιστήμη τους, που έργο της είναι, όχι μόνο να συλλέγει γεγονότα, μα και να τα ταχτοποιεί, να τα ενώνει συστηματικά και να βρίσκει την αιτιώδη κανονικότητά τους, να βγάζει συμπεράσματα και να διατυπώνει τους σχετικούς νόμους. Η αληθινή επιστήμη των κοινωνικών φαινομένων βρήκε το θεμελιώδη νόμο τους, το βασικό συντελεστή της ιστορικής εξέλιξης, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο η ανθρώπινη κοινωνία κατορθώνει μέσα στη φύση να διατηρεί την υλική της ζωή. Είναι ο τρόπος που παράγονται τα υλικά αγαθά ή με άλλα λόγια η οικονομική βάση της κοινωνίας. Όλοι οι άλλοι φαινομενικοί συντελεστές είναι πάντα δευτερογενείς και αντανακλαστικοί σε σχέση με την οικονομικό δυναμικό υπόστρωμα, που ορίζεται ως οικονομικός ντετερμινισμός ή ιστορικός υλισμός. Βλ. Χρ. Καρούζος, «Απάντηση στον κ. Καζαντζάκη», Αναγέννηση, Χρονιά Α΄, Νοέμβρης 1926, Φυλλάδιο 3ο, σελ. 137-142. Την ίδια αιτιώδη δυναμική προοπτική για τη φύση των κοινωνικών φαινομένων και νόμων ακολουθεί και η αρθρογραφία του Ι. Κορδάτου στο περιοδικό « Αναγέννηση». Εντοπίζει μέσα απ’ την  αντικειμενική έρευνα κάθε ιστορικής εποχής την επανάληψη κοινωνικών φαινομένων. Ύστερα από μια πρόοδο ή καταστροφή ή όταν στα μέσα της παραγωγής και κατανάλωσης υπάρχει υπερπαραγωγή ή υποπαραγωγή βλέπουμε πως παντού και πάντα στις ίδιες περιπτώσεις σημειώθηκαν τα ίδια φαινόμενα. Μπορούμε λοιπόν να πούμε, πως και μέσα στην κοινωνική ζωή δεν υπάρχει καμιά αρρυθμία. Συνεπώς η κοινωνιολογία ερευνά όχι μόνο τα περασμένα, αλλά και τα παρόντα και προβλέπει τα μελλούμενα. Εξετάζει, δεν περιγράφει μόνο, το τι είναι κοινωνία, πώς εξελίσσεται και ποιες είναι οι αμοιβαίες σταθερές σχέσεις μέσα στην κοινωνική ζωή, οι αιτίες των κοινωνικών καταστροφών, αλλαγών, μεταβολών, συγκρούσεων κ.τ.λ. Ο αντικειμενικός της σκοπός είναι να βρει τους νόμους της ανθρώπινης εξέλιξης λειτουργώντας ως μέθοδος για την ιστορία. Βλ. Ι. Κορδάτος, «Φυσικοί και Κοινωνικοί Νόμοι», Αναγέννηση, Χρονιά Α΄, Δεκέμβρης 1926, Φυλλάδιο 4ο, σελ.199-202. και Ι. Κορδάτος, «Οι επικριτές του Μαρξισμού», Αναγέννηση, Χρονιά Α΄, Γενάρης 1927, Φυλλάδιο 5ο, σελ.259-264.
[6]«Οι μεγαλύτεροι άθλοι στη σκέψη και στην πράξη τελέστηκαν στο ορμητικό ανηφόρισμα του ανθρώπου. Με μπροστάρηδες την Πείνα, την Χίμαιρα και την Αδικία σε μια ακατάπαυστη ροή. Ίσως έτσι μονάχα ο άνθρωπος μπορεί μέσα στην εφήμερη στιγμή της ζωής του να πράξει κάτι αθάνατο, συνεργαζόμενος με τον αιώνιο ρυθμό. Ο Αγωνιζόμενος άνθρωπος ανηφορίζει από την ύλη στα φυτά, στα ζώα, στους ανθρώπους και μάχεται για λευτεριά. Σε κάθε κρίσιμη εποχή ο Αγωνιζόμενος παίρνει και νέα όψη. Μέσα στις μάζες ξεχωρίζει η κραυγή του Αόρατου που ανεβαίνει, πιάνεται από κορμιά, από γένη, από τάξεις, τις δουλεύει, τις μετουσιώνει όσο μπορεί, κι ύστερα, όταν πια εξαντληθούν, τους αφήνει και πιάνεται από άλλο ακατέργαστο υλικό. Η δύναμη τούτη σπρώχνει το κάθε τι να υψωθεί και να καρπίσει κι ύστερα το συντρίβει, σαν άχρηστο. Αυτήν την αιώνια προσπάθεια μέσα από διάφορες εποχές, από πλήθος εναλλαγές και πάθη, χρέος έχουμε ν’ ακολουθούμε, να βοηθούμε και να συνεργαζόμαστε μαζί της.» Βλπ. Περιοδικό « Αναγέννηση», Ν. Καζαντζάκη, Η Νέα Πομπηία, Χρονιά Α΄, Οκτώβρης 1926, Φυλλάδιο 2ο , σελ.76-80.
  Να γράψω για την έννοια του Λόγου στην αρχαία ελληνική σκέψη.
[7] Ν. Καζαντζάκης, «Δεύτερο Σημείωμα», Αναγέννηση, Χρονιά Α΄, Δεκέμβρης 1926, Φυλλάδιο 4ο, σελ.203-204.
[8] Στη συζήτηση για τους κοινωνικούς νόμους συμμετέχει και η Έλλη Λαμπίδη υποσημειώνοντας μια σειρά προϋποθέσεων για την κατανόηση τους, σχολιάζοντας και τις υπονοούμενες θέσεις στο άρθρο του κ. Καρούζου που προβάλλει ως πολεμική μελέτη του άρθρου του Ν. Καζαντζάκη. «Η ιδέα πως μια πραγματικότητα ή ένας νόμος είναι ανεξάρτητος απ’ τη θέληση του ατόμου οδηγεί στο συμπέρασμα πως αυτά υπάρχουν αντικειμενικά και απόλυτα, ενώ η μόνη παραδεχτή πιθανότητα είναι, πως κάθε φαινόμενο και ακόμα περισσότερο οι σχέσεις μεταξύ τους, οι νόμοι αποτελούν ένα αξεχώριστο σύμπλεγμα του άμορφου υλικού της αντικειμενικής πραγματικότητας απ’ τη μια μεριά και των κατηγοριών, που εφαρμόζει επάνω του η γνωστική δύναμη του ανθρώπινου μυαλού, η διάνοια, για να μπορέσει να το συλλάβει. Είναι παραπειστικό να λέμε πως κάθε φαινόμενο έχει την αιτία του και σα να μη μπορούμε να κάνουμε αλλιώς ,να ψάχνουμε για κάθε τι που προηγήθηκε. Αν στα κοινωνικά φαινόμενα, που είναι μέρος των βιολογικών , δεν κάνουμε τίποτε άλλο, παρά να τα φτωχαίνουμε, να τους αφαιρούμε κάθε ιδιότυπό τους γνώρισμα, όταν προσπαθούμε να τα στριμώξουμε στο καλούπι της αιτιατής σχέσης, αντί να τα γνωρίζουμε καλύτερα, τα καταντούμε ολωσδιόλου αγνώριστα.». Βλ. Έλλη Λαμπρίδη, «Η συζήτηση για τους κοινωνικούς νόμους», Αναγέννηση, Χρονιά Α΄, Γενάρης 1927, Φυλλάδιο 5ο, σελ. 265-266. Επίσης σύμφωνα με τον Κ. Γεωργούλη, η απάντηση του κ. Καρούζου στηρίχτηκε σε κάποιο αίτημα. «Στη φύση είναι αποδειγμένο πως μια κανονικότητα ορισμένη διέπει τα φαινόμενα και μάλιστα κανονικότητα αιτιώδη.». Με οδηγό την αρχή αυτή φτάνει στη θεμελίωση του ιστορικού νόμου. Βλ. Κ. Γεωργούλη, «Και πάλι οι κοινωνικοί νόμοι», Αναγέννηση, Χρονιά Α΄, Γενάρης 1927, Φυλλάδιο 5ο, σελ. 266-267. 
[9] Παρενθετικά η σύνταξη του περιοδικού προσπαθεί να εντοπίσει την ανάγκη να  ξεκαθαρίσουν, για την πρόοδο της συζήτησης, οι τις τρεις έννοιες: φυσικά, βιολογικά και κοινωνικά φαινόμενα. Πρέπει να ξεκαθαριστεί, αν η μεσαία έννοια(βιολογικά φαινόμενα) ανάγεται σε μια απ’ τις δύο άλλες. Όταν γίνει αυτό πρέπει πάλι διευκρινιστεί το εξής: Όταν λέμε «φυσικούς νόμους» περιλαμβάνουμε σ’ αυτούς και τους «καθαρούς βιολογικούς ή φυσιολογικούς» ή μόνο τους νόμους των φυσικών φαινομένων; Και όταν μιλάμε για «κοινωνικούς νόμους» τοποθετούμε σ’ αυτούς και τους βιολογικούς; Το περιοδικό εντοπίζει την αδυναμία του Ν. Καζαντζάκη να ξεκαθαρίσει το αναφυόμενο ερώτημα, αφού πότε μιλάει γενικά για «φαινόμενα της ζωής» και πότε για «κοινωνικά φαινόμενα». Βλ. «Σημ. Αναγέννησης», Αναγέννηση, Χρονιά Α΄, Δεκέμβρης 1926, Φυλλάδιο 4ο, σελ.204-205.
[10] Ό.π. σελ. 204-205.
[11] Χ. Καρούζος, «Δευτερολογία», Αναγέννηση, Χρονιά Α΄, Γενάρης 1927, Φυλλάδιο 5ο, σελ. 267-270. 
[12] Ν. Καζαντζάκης, « Η Σταυρωμένη Ρουσία», Αναγέννηση, Χρονιά Α΄, Γενάρης 1927, Φυλλάδιο 5ο, σελ. 271-277.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου